μορφή, η, ουσ. [<αρχ. μορφή], η μορφή. 1. εξέχων άνθρωπος σε κάποια ειδικότητα, σε κάποια τέχνη ή στα γράμματα, εξέχουσα προσωπικότητα: «ο τάδε είναι μορφή στο χώρο της ιατρικής || ο τάδε είναι μορφή στη λογοτεχνία». 2. (ειρωνικά) ο απατεώνας: «πρόσεχε πολύ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι μεγάλη μορφή»·
- λύκος με μορφή προβάτου, βλ. λ. λύκος·
- με τη μορφή… (συντάσσεται πάντα με γενική), σαν: «σε ξεγελάει, γιατί είναι παλιάνθρωπος με τη μορφή αγγέλου»·
- όποια η μορφή, τέτοια κι η ψυχή, α. η ψυχική κατάσταση του ατόμου επηρεάζει και την εξωτερική του εμφάνιση, καθώς αυτή αποτυπώνεται στο πρόσωπό του: «όπως σε βλέπω, είσαι σαν Μεγάλη Παρασκευή, και μη μου πεις πως δε σου συμβαίνει τίποτα, γιατί όποια η μορφή, τέτοια κι η ψυχή». β. από την εξωτερική εμφάνιση μπορεί κανείς να καταλάβει και τον ψυχικό κόσμο κάποιου ανθρώπου, από τη φυσιογνωμία καταλαβαίνει κανείς και το χαρακτήρα κάποιου: «θα πρέπει να ’ναι καλός άνθρωπος αυτός ο ομορφάντρας, γιατί όποια η μορφή, τέτοια κι η ψυχή || σκέψου τι κακός άνθρωπος είναι αυτή η σκυλόφατσα». Βέβαια, αυτό δεν αποτελεί κανόνα, γιατί, πολλές φορές, όμορφοι άνθρωποι αποδείχτηκαν κακοί, ενώ, αντιθέτως, άσκημοι αποδείχτηκαν καλοί·
- ποιητής εκ του προχείρου έχων τη μορφή του χοίρου, βλ. λ. ποιητής.